ἔρριγα

ἔρριγα
ἔρρῑγα , ῥιγέω
shudder
perf ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ριγώ — (I) ώω, Α τρέμω από το κρύο, τουρτουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος κατά το ἱδρώω (< ἱδρώς)]. (II) όω, Α τρέμω από το κρύο, κρυώνω («ῥιγοῡν τε γὰρ καὶ είναι γυμνή», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενής σχηματισμός από το ρ. ῥιγώω, που μαρτυρείται στη μτχ.… …   Dictionary of Greek

  • ρίγος — το / ῥῑγος, ΝΜΑ ιατρ. παροδικός τρόμος, τρεμούλα, που οφείλεται σε αίσθημα ψύχους και εμφανίζεται όταν ο οργανισμός υποβάλλεται σε απότομη πτώση τής θερμοκρασίας τού περιβάλλοντος, οπότε είναι περιφερειακής προελεύσεως, καθώς και κατά την εισβολή …   Dictionary of Greek

  • srīg-, srīgos- —     srīg , srīgos     English meaning: cold, frost     Deutsche Übersetzung: “Kälte, Frost”     Material: Gk. ῥῖγος n. “frost”, ῥῑγέω, perf. m. present meaning ἔρρῑγα “ freeze, shudder, erschauern”; ῥῑγώω “friere”; Lat. frīgus, oris n. (= Gk.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”